Χρυσόστομος

Χρυσόστομος
Χρυσόστομος ο
Златоуст –
1) прозвище святителя Иоанна, Константинопольского патриарха, отца Церкви;
2) имя некоторых архиепископов, епископов, митрополитов Православной Церкви;
3) мужское имя
Этим.
< χρυσο- + στομος < στόμα — золото + уста (рот), (о человеке, из уст которого выходят прекрасные «золотые» слова)

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Χρυσόστομος" в других словарях:

  • Χρυσόστομος — of golden mouth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόστομος — of golden mouth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόστομος — I Όνομα κορυφαίων Ελλήνων ιερωμένων. 1. X. B’ Χατζησταύρου (1878 – 1968). Θεολόγος και παιδαγωγός, αρχιεπίσκοπος της Αθήνας και της Ελλάδας (1962 68). Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και παιδαγωγική… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόστομος — η, ο 1. αυτός που από το στόμα του βγαίνουν λόγια μεγάλης αξίας. 2. το αρσ. ως ουσ., Χρυσόστομος κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιωάννης ο Χρυσόστομος — (Αντιόχεια 354; – Κόμανα, Πόντος 407).Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (398 404), από τους σημαντικότερους εκκλησιαστικούς ρήτορες όλων των εποχών και ο πολυγραφότερος από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν και ορφάνεψε πρόωρα από πατέρα, ανατράφηκε με… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόστομον — χρυσόστομος of golden mouth masc/fem acc sg χρυσόστομος of golden mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσοστόμου — Χρυσόστομος of golden mouth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοστόμου — χρυσόστομος of golden mouth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσοστόμῳ — Χρυσόστομος of golden mouth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοστόμῳ — χρυσόστομος of golden mouth masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσόστομε — Χρυσόστομος of golden mouth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»